-
1 ἀνά-λογος
ἀνά-λογος, dem λόγος entsprechend, verhältnißmäßig, übereinstimmend, ἀνάλογα καὶ σύμμετρα Plat. Tim. 69 b; vgl. Phaed. 110 d, wo neben ἀνάλογον (Bekk. ἀνὰ λόγον) ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον steht. Bes. von Arist. an häufiger τὸ ἀν. = ἀναλογία, Anal. post. 1, 5; adv. ἀναλόγως, Luc. τῆς ἀποδόσεως, im Verhältniß mit, Philopat. 21.
См. также в других словарях:
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
άμποτε — και άμποτες επιφών. (Μ ἄμποτε και ἄμποτες) είθε, μακάρι, ο Θεός να δώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄν + ποτέ. Ο τ. απαντά για πρώτη φορά, και μάλιστα με ευχετική σημασία, ως σχόλιο (ἄμποτε ἴδοιμι) τού στίχου 971 τού Προμηθέα τού Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς … Dictionary of Greek
βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… … Dictionary of Greek
βρίκιον — και μπρίκι, το τύπος ιστιοφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) brig «πλοιάριο». Η απόδοση με β οφείλεται σε υπερδιόρθωση ή «υπεραστισμό» (huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη διόρθωση της φωνητικής αποδόσεως πρβλ. βόμβα αντί μπόμπα, μοδέλο αντί μοντέλο… … Dictionary of Greek
δαμετζάνα — και νταμιτζάνα, η δοχείο υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) damegiana ή < γαλλ. dame jeanne < dame «κυρία» + Jeanne «Ιωάννα». Η απόδοση με δ (:δαμετζάνα) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό» … Dictionary of Greek